μετακαθοπλίζω

μετακαθοπλίζω
μετακαθοπλίζω (Α)
αλλάζω τον οπλισμό κάποιου, οπλίζω κάποιον με άλλο τρόπο («μετακαθώπλιζε τοὺς Λίβυας εἰς τὸν Ῥωμαϊκὸν τρόπον», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”